Μια ιστορία για την ψυχανάλυση, το πλαίσιο και την παραβίαση του
Η ταινία «Μία επικίνδυνη μέθοδος» που βασίστηκε στο βιβλίο του αμερικάνου κλινικού ψυχολόγου John Kerr, “A most dangerous method” (1993), αφηγείται την ερωτική ιστορία του Carl Jung, ψυχιάτρου και μαθητή του Freud, και της Sabina Spielrein, η οποία ήταν αρχικά ασθενής του Jung και αργότερα έγινε γιατρός και ψυχαναλύτρια και η ίδια. Στην ταινία που βασίστηκε στην έρευνα που έκανε ο Kerr για το διδακτορικό του (Hellman, 2012) πάνω στη θυελλώδη και αντισυμβατική σχέση του Jung με τη Spielrein, αλλά και την εμπλοκή του Freud ως τρίτου «πόλου» σ’ αυτό το ιδιότυπο τρίγωνο, ο θεατής παρακολουθεί την «κλασική» εξέλιξη μίας παραβίασης θεραπευτικού πλαισίου να ξεδιπλώνεται, αφήνοντάς στο πέρασμά της τραυματισμένους, εκτεθειμένους και ανικανοποίητους τους πρωταγωνιστές, όπως κατά κανόνα συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις και εκτός κινηματογραφικής οθόνης.
Η ταινία δίνει βέβαια μία ρομαντική και σχεδόν «πικάντικη» διάσταση στην παραβίαση του θεραπευτικού πλαισίου, όταν ο οικογενειάρχης Jung κάνει αρχικά βοηθό και στη συνέχεια ερωμένη του τη νεαρή και ψυχικά ταλαιπωρημένη ασθενή του, εξωραΐζοντας μέχρι ενός σημείου την ασυνείδητη καταστροφικότητα και την συγκαλυμμένη επιθετικότητα των δύο παρτενέρ, ψυχικές καταστάσεις που κατά κανόνα ενυπάρχουν σε παραβιαστικού τύπου σχέσεις όπως αυτή. Ο σκηνοθέτης αναμφίβολα αποδίδει έμμεσα αυτή τη διάσταση, προβάλλοντας μία σεξουαλική σχέση σαδομαζοχιστικού τύπου μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών, όπως επίσης υπαινίσσεται και τον ναρκισσιστικό χαρακτήρα της σχέσης μέσα από τον καθρέφτη που κυριαρχεί ως στοιχείο στην ερωτική τους συνεύρεση. Τελικά όμως σαν να έρχεται από την ίδια τη ζωή η “νέμεσις” για την παραβίαση που συντελέστηκε, αφού η ερωτική ιστορία δεν έχει αίσιο τέλος, και οι δύο πρωταγωνιστές με πρώτο τον Jung, δεν είναι ικανοποιημένοι από τη ζωή τους, παρ’ όλο που θεωρητικά θα είχαν κάθε λόγο να είναι, αφού έχει ο καθένας την οικογένειά του, το επάγγελμά του και την επιστήμη του.
Για τη Spielrein, η αίσθηση του θεατή είναι ότι παραμένει με ένα απωθημένο και μία πικρία για αυτό που δεν κατάφερε να αποκτήσει, ακόμη και αν έγινε και η ίδια ψυχαναλύτρια και μολονότι στο τέλος της ταινίας εμφανίζεται να είναι έγκυος από τον σύζυγό της, ενώ μέχρι τώρα έγκυος παρουσιαζόταν η γυναίκα του Jung τονίζοντας τη διαφορά της με τη Sabina, την οποία ο Jung «χρησιμοποιούσε» ερωτικά χωρίς ποτέ η πράξη να καταλήγει στην από κοινού δημιουργία που συμβολίζει η τεκνοποίηση. Και αν η πρωταγωνίστρια μας μεταφέρει αυτή την έντονη αίσθηση ματαίωσης και ανεκπλήρωτου, ίσως είναι επειδή αυτό που λαχταρούσε μέσω της σχέσης της με τον Jung, να ήταν η ένωση με ένα χαμένο για πάντα ναρκισσιστικό αντικείμενο που θα την απαρτίωνε ψυχικά, ιαίνοντας τους πόνους της ψυχής της με τους οποίους ξεκινά η ταινία αλλά και η σχέση της με τον Jung.
Το πλαίσιο εντός και εκτός της Ψυχανάλυσης
Η σημασία του πλαισίου δεν υπήρξε σημαντική μόνο για την ψυχανάλυση αλλά για κάθε τύπου σχέση που χαρακτηρίζεται από ασυμμετρία και άνισο καταμερισμό «εξουσίας» μεταξύ των δύο μελών, όπως συμβαίνει στη σχέση γιατρού-ασθενούς, δασκάλου-μαθητή, προϊσταμένου-υφισταμένου. Η ουσία του πλαισίου έγκειται στην απαγόρευση της κατάχρησης της εξουσίας από αυτόν που βρίσκεται σε θέση ισχύος προς εκείνον που για οποιονδήποτε λόγο (ιατρικό, επαγγελματικό κλπ), εξαρτάται από τον πρώτο. Ειδικά στις θεραπευτικές σχέσεις, όπου κάποιος αφήνει στα χέρια ενός άλλου τη ζωή του, την ψυχική ή σωματική του υγεία, η ασυμμετρία που δημιουργείται μεταξύ τους είναι ιδιαίτερα σημαντική και ανάλογη είναι, ή θα πρέπει να είναι, η ευθύνη του θεράποντα απέναντι στον ασθενή του. Πρώτος άλλωστε ο Ιπποκράτης φρόντισε να τονίσει στους μελλοντικούς γιατρούς τη σημασία της, όταν περιέλαβε στον όρκο του ο οποίος αποτελεί το πρότυπο των θεραπευτικών πλαισίων, τη φράση:
«…Και σε όποια σπίτια κι αν μπω, να μπω για την ωφέλεια των πασχόντων αποφεύγοντας κάθε εκούσια αδικία και βλάβη και κάθε γενετήσια πράξη και με γυναίκες και με άνδρες, ελεύθερους και δούλους…»
Το θεραπευτικό πλαίσιο βέβαια δεν περιορίζεται στην απαγόρευση της ερωτικής σχέσης, όπως στην περίπτωση Jung-Spielrein που σύμφωνα με την έρευνα του Kerr έγιναν εραστές αμέσως μετά τον τερματισμό της θεραπείας, αλλά αφορά και σε άλλες παραμέτρους που διασφαλίζουν ότι η θεραπευτική σχέση δεν θα παρεκτραπεί προς μία κατεύθυνση που θα την καταστήσει βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα επιζήμια για τον ασθενή. Γενικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι πράξεις και τα λόγια που οδηγούν τη θεραπευτική διαδικασία σε παρεκτροπή από τον αρχικό της σκοπό και τη μετατρέπουν σε φιλία, συνεργασία, ερωτικό δεσμό ή οικονομική συνδιαλλαγή μεταξύ των δύο μελών, συνιστούν παραβίαση του πλαισίου. Και παρ’ όλο που όλες οι παραβιάσεις δεν μπορούν να εξισωθούν μεταξύ τους ως προς τον βαθμό σοβαρότητας και βλαπτικότητας για τον ασθενή, οι μελέτες επιβεβαιώνουν την ύπαρξη μίας κλιμακούμενης πορείας (το λεγόμενο “slippery slope” στα αγγλικά) που ξεκινά από εκείνες που είναι μικρότερης σοβαρότητας (όπως η χρήση ενικού, η αποκάλυψη μίας προσωπικής πληροφορίας από τον θεράποντα) και φτάνουν μέχρι τη μέγιστη παραβίαση που είναι η σύναψη σεξουαλικής σχέσης μεταξύ των δύο μελών της θεραπευτικής σχέσης (Gabbard, 2005).
Σε πολλές περιπτώσεις η εξέλιξη των παραβιάσεων δεν φτάνει μέχρι αυτό το σημείο. Ακόμα όμως και αν κινείται σε ενδιάμεσα επίπεδα, η παρέκκλιση από τον θεραπευτικό στόχο και ο εκφυλισμός της θεραπευτικής σχέσης έχει συντελεστεί, αφήνοντας κάποιες φορές περιθώρια για «διόρθωση πορείας» υπό προϋποθέσεις (θα δούμε στο δεύτερο μέρος ποιες μπορεί να είναι αυτές), αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις χωρίς σοβαρή δυνατότητα επαναφοράς στην «κανονική» κατάσταση.
Ειδικά για την Ψυχανάλυση, η θεσμοθέτηση αυστηρών κανόνων αναφορικά με το πλαίσιο είναι μία σχετικά πρόσφατη υπόθεση. Αυτό έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με το γεγονός ότι η μεταβίβαση υπήρξε από νωρίς για τον Freud το «όχημα για τη θεραπεία», αφού η αγάπη που αισθάνεται ο αναλυόμενος για τον αναλυτή του, τον καθιστά δεκτικό στις ερμηνείες του και τον κάνει να επενδύει ψυχικά στη θεραπεία του. Ο Freud βέβαια προειδοποιούσε τους μαθητές του ότι δεν θα πρέπει να θεωρούν ότι τα συναισθήματα των αναλυόμενών τους οφείλονται στη δική τους γοητεία, αλλά να γνωρίζουν ότι αυτά προέρχονται από την αναβίωση των οιδιπόδειων επιθυμιών και συναισθημάτων που οι αναλυόμενοι είχαν ως παιδιά για τους γονείς τους και τα μεταφέρουν τώρα στο πρόσωπο του αναλυτή τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στις παραβιάσεις όπου δημιουργείται ερωτική σχέση μεταξύ αναλυτή και αναλυόμενου, ο αναλυτής παίρνει «προσωπικά» και κυριολεκτικά τις εκφράσεις αγάπης ή έρωτα του αναλυόμενου, θεωρώντας ότι αυτές δεν αποτελούν συνέπεια της μεταβίβασης, αλλά συναισθήματα που έχει εμπνεύσει ο ίδιος στον/ην ασθενή του. Ακριβώς όπως ο Jung θεωρούσε ότι με τη Spielrein ήταν «αδελφές ψυχές» που τους έδενε μία «μυστικιστική» ανώτερη δύναμη, σε σημείο που να πιστεύει ότι οι δυο τους επικοινωνούσαν τηλεπαθητικά. Ο Gabbard (1995a) σημειώνει άλλωστε ότι το πρώτο ψυχικό όριο που καταλύεται στη σεξουαλική παραβίαση πλαισίου, είναι αυτό που διαχωρίζει τον εαυτό από το αντικείμενο. Γι’ αυτό τον λόγο, οι σχέσεις αυτές χαρακτηρίζονται από την ψυχική συγχώνευση, το αίσθημα του ανήκειν σε μία παντοδύναμη δυάδα αλλά και τον τραυματικό τους αντίκτυπο για τα δύο μέλη, κυρίως όμως για τον ασθενή.
Αναζητώντας τα αίτια των παραβιάσεων του αναλυτικού πλαισίου
Στο χώρο όπου συναντιούνται αναλυτής και αναλυόμενος για να πραγματοποιήσουν την αναλυτική συνεδρία, υπάρχει απομόνωση, ησυχία και αφοσίωση στην αλληλεπίδραση των δύο μερών, κάτι που δημιουργεί την πρώτη συνθήκη για να έρθουν κοντά δύο άνθρωποι ανεξάρτητα από τον σκοπό για τον οποίο βρίσκονται μαζί. Προσθέτοντας σε αυτό το «σκηνικό» την ιδιωτική φύση των λεγομένων του αναλυόμενου και την ευαίσθητη συναισθηματική κατάσταση στην οποία συνήθως αυτός βρίσκεται στην αρχή αλλά και κατά την διάρκεια μίας ανάλυσης, εύκολα μπορεί κανείς να φανταστεί ότι η εγγύτητα μεταξύ των δύο μερών αυξάνεται, με τον αναλυόμενο να την βιώνει ακόμα πιο έντονα και άμεσα, λόγω της θέσης και του ρόλου του μέσα στην αναλυτική σχέση.
Η εγγύτητα που αισθάνεται ο αναλυόμενος και που διαφέρει στην ένταση και την ποιότητά της ανάλογα με ψυχική του δομή όπως αυτή έχει διαμορφωθεί από τα βιώματα της παιδικής ηλικίας και τις σχέσεις με τους γονείς του, μπορεί να βιωθεί από τον ίδιο ως ικανοποιητική, σαγηνευτική, απειλητική, επικίνδυνη ή ασφαλής και οριοθετημένη. Ανεξάρτητα όμως από την «απόχρωση» που θα πάρει η εγγύτητα μέσα στη θεραπευτική σχέση, ο αναλυόμενος αναπτύσσει μία συναισθηματική εξάρτηση από αυτόν τον «κοντινό» του άνθρωπο, τον αναλυτή, που μέσα στη διαδικασία της παλινδρόμησης (δηλαδή της αναβίωσης παλαιότερων συναισθηματικών καταστάσεων που αναφέρονται στην παιδική ηλικία αλλά που ο αναλυόμενος τα ζει ως επίκαιρα) μπαίνει στον ρόλο ενός γονιού ο οποίος τον φροντίζει και με τον οποίο ο αναλυόμενος μοιράζεται τις μύχιες σκέψεις του, τα συναισθήματα, τις φαντασιώσεις και τα όνειρά του.
Αυτή η κατάσταση «εξάρτησης» που παραπέμπει στη σχέση παιδιού-γονιού και που στην ψυχανάλυση χαρακτηρίζεται ως μεταβίβαση, αποτελεί ένα πολύτιμο θεραπευτικό εργαλείο αφού μέσω αυτής ο αναλυόμενος έχει την δυνατότητα να ξαναζήσει και να επεξεργαστεί τα προβλήματα, τις ελλείψεις και τα πιθανά τραύματα που προέκυψαν από το μεγάλωμά του. Από την άλλη βέβαια, πρόκειται για μία προσωρινή κατάσταση αφού σκοπός της αναλυτικής διαδικασίας είναι να ξεπεράσει ο αναλυόμενος τις καθηλώσεις του –τις οποίες μπορούμε να φανταστούμε ως «σκαλώματα» κατά την ψυχοσεξουαλική του ανάπτυξη που εμποδίζουν την εξέλιξη και την ωρίμανσή του-, να μεγαλώσει ψυχικά και τελικά η μεταβίβαση να «λυθεί» όπως λέμε, αφού ο αναλυόμενος δεν θα χρειάζεται πλέον τον «γονιό-αναλυτή» να τον συνοδεύει στο ψυχικό του «μεγάλωμα» καθώς αυτό θα έχει πια επιτευχθεί.
Το παραπάνω περιγράφει την ιδανική και ευκταία πορεία της μεταβίβασης μέσα στην αναλυτική ή την ψυχοθεραπευτική διαδικασία. Παρ’ όλα αυτά, στις παραβιάσεις πλαισίου η μεταβίβαση και η αντιμεταβίβαση (δηλαδή η συναισθηματική απάντηση του αναλυτή στις μεταβιβαστικές κινήσεις του αναλυόμενου) φαίνεται πως χάνουν την λειτουργία τους ως θεραπευτικά «εργαλεία» και μπαίνουν στην υπηρεσία του ασυνειδήτου για να εξυπηρετήσουν την ικανοποίηση των ψυχικών αναγκών των δύο μερών της αναλυτικής σχέσης. Πρόκειται για ανάγκες που συνδέονται με το παρελθόν αλλά και το παρόν του αναλυτή και του αναλυόμενου και οι οποίες βρίσκουν ένα πεδίο εκδραμάτισης μέσα στον αναλυτικό χώρο, τον ψυχικό χώρο αλλά και τον πραγματικό. Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι στις περιπτώσεις στις οποίες δημιουργείται ερωτική σχέση μεταξύ των δύο μελών του αναλυτικού ζεύγους, η σεξουαλική συνεύρεση πραγματοποιείται συνήθως στον χώρο των συνεδριών, κάτι που υποδηλώνει ότι η συνεύρεση λαμβάνει χώρα εντός της διαδικασίας (στην ώρα της, στον χώρο της, συνήθως με το χρηματικό της αντίτιμο) –άρα και εντός της μεταβίβασης- και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτήν.
Τα κίνητρα που οδηγούν στις παραβιάσεις αφορούν όπως είπαμε κατά κανόνα επιθυμίες, ανάγκες και φαντασιώσεις που αναφέρονται στο ασυνείδητο των δύο μελών του αναλυτικού ζεύγους και πολύ συχνά απορρέουν από την αλληλεπίδραση που δημιουργείται λόγω ενός «ταιριάσματος» των αναγκών και των βιωμάτων του ενός και του άλλου. Για παράδειγμα ένας αναλυόμενος μπορεί να αναζητά στην αναλύτριά του την τρυφερότητα και την φροντίδα που του έλειψαν στη σχέση με την μητέρα του και η αναλύτρια ως απάντηση σε αυτό το αίτημα του αναλυόμενου να τον «φροντίζει» με το να είναι περισσότερο διαθέσιμη στο τηλέφωνο ή μειώνοντας την αμοιβή της γιατί θέλει να είναι μία «καλή μητέρα» για τον συγκεκριμένο αναλυόμενο. Αυτές βεβαίως δεν αποτελούν σοβαρές παραβιάσεις πλαισίου και για κάποιους μπορεί να μην θεωρούνται καν παραβιάσεις. Συντελούν όμως σε μία «αντιμεταβιβαστική εκδραμάτιση» όπως ονομάζεται στην ψυχανάλυση, κατά την οποία αντί οι επιθυμίες του αναλυόμενου να γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας μέσα στην ανάλυση, απαντώνται με πράξεις από την πλευρά του αναλυτή οι οποίες αντανακλούν τη δική του συναισθηματική τάση απέναντι στον αναλυόμενό του και ενδεχομένως εξυπηρετούν τις δικές του ανάγκες για αποδοχή και αγάπη.
Σκέψεις για την πρόληψη
Το πρώτο και μάλλον αυτονόητο μέτρο που μπορεί κανείς να σκεφθεί για την πρόληψη των παραβιάσεων του θεραπευτικού πλαισίου είναι η τήρηση του κώδικα δεοντολογίας που έχει θεσπίσει ο οργανισμός στον οποίο εντάσσεται ένας θεραπευτής. Οι επαγγελματικοί σύλλογοι και οι επιστημονικές εταιρείες στις οποίες ανήκουν οι ψυχολόγοι, οι ψυχίατροι, οι ψυχοθεραπευτές και οι ψυχαναλυτές διαθέτουν έναν κανονισμό δεοντολογίας τον οποίο τα μέλη του συλλόγου ή της εταιρείας δεσμεύονται να τηρούν. Εδώ όμως εμφανίζονται ορισμένα σοβαρά προβλήματα. Αρχικά, ο τίτλος του ψυχοθεραπευτή και του ψυχαναλυτή δεν είναι νομικά κατοχυρωμένος στη χώρα μας (όπως δεν είναι και σε άλλες χώρες) και κατά συνέπεια η χρήση του τίτλου δεν υπόκειται σε κανενός είδους έλεγχο. Καθένας μπορεί να κάνει χρήση αυτών των τίτλων χωρίς να υπάγεται σε ένα επαγγελματικό πλαίσιο το οποίο καθορίζει τι επιτρέπεται και τι δεν επιτρέπεται για τον θεραπευτή και τον θεραπευόμενο.
Έπειτα, ακόμα και αν ο θεραπευτής υπάγεται σε ένα τέτοιο πλαίσιο, κανείς δεν εγγυάται ότι θα γνωρίζει τον κώδικα δεοντολογίας ή θα του έχει δώσει την πρέπουσα σημασία. Αυτός ο κώδικας, ο οποίος έχει τη μορφή κανόνων που ορίζουν την σωστή επαγγελματική συμπεριφορά και σκοπό έχει να προασπίσει το συμφέρον του θεραπευόμενου αλλά και του θεραπευτή, είναι διαθέσιμος και προσβάσιμος από τα μέλη του σώματος και κανονικά θα πρέπει να είναι διαθέσιμος και στους θεραπευόμενους. Επιπλέον, θα ήταν ίσως πιο αποτελεσματικό το να διδάσκονται οι θεραπευτές την δεοντολογία με έναν τρόπο που να βοηθά την εσωτερίκευση των κανόνων και την συνειδητή δέσμευση σ’ αυτούς, δηλαδή μέσα από ένα ειδικό μάθημα που θα περιλαμβάνει εκτός από τον κώδικα δεοντολογίας, την συζήτηση περιπτώσεων από την κλινική πρακτική, τις σχετικές μελέτες αναφορικά με τα αίτια των παραβιάσεων και τα μέτρα πρόληψής τους.
Επίσης, σημασία θα πρέπει να δοθεί και στη δυνατότητα αναφοράς και συζήτησης των περιπτώσεων στις οποίες ο θεραπευτής αισθάνεται ότι ενδέχεται να παραβιάζει το πλαίσιο ή ότι διατρέχει αυτόν τον κίνδυνο. Είναι σημαντικό να υπενθυμίσουμε σ’ αυτό το σημείο ότι παραβίαση πλαισίου δεν σημαίνει υποχρεωτικά σύναψη ερωτικής σχέσης μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου καθώς δεν είναι πάντα οι ερωτικές ανάγκες ή επιθυμίες που ο θεραπευτής ζητά να ικανοποιήσει με τον θεραπευόμενο. Μπορεί να «βλέπει» σ’ αυτόν έναν φίλο, έναν σύμβουλο, έναν «σπόνσορα», έναν θεραπευτή ή ένα παιδί. Όλες αυτές οι λειτουργίες βγάζουν τον θεραπευόμενο από την θέση του και τον τοποθετούν σε μία θέση που ψυχικά, πρακτικά ή οικονομικά εξυπηρετεί τον θεραπευτή, αλλά όχι τον ίδιο και σίγουρα όχι την θεραπεία του. Συνεπώς είναι πολύ σημαντικό όταν ο θεραπευτής αισθάνεται ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά στη σχέση του με έναν θεραπευόμενο, να αναζητά βοήθεια μέσα από μία εποπτεία ή μία προσωπική θεραπεία. Ο Glen Gabbard (2008), ψυχίατρος και ψυχαναλυτής που έχει ασχοληθεί επί μακρόν με τις παραβιάσεις θεραπευτικού πλαισίου, την πρόληψη και την «αποκατάσταση» των θεραπευτών που εμπλέκονται σ’ αυτές, συμβουλεύει τους θεραπευτές: «Οτιδήποτε κάνετε με έναν ασθενή στην ψυχοθεραπεία, θα πρέπει να είναι κάτι που μπορείτε ελεύθερα να συζητήσετε με έναν επόπτη. Αν αισθάνεστε ότι δεν μπορείτε να μοιραστείτε αυτό που συμβαίνει, τότε έχετε ήδη μπει σε έναν «ολισθηρό δρόμο». Και συνεχίζει: «Οτιδήποτε αισθάνεστε ότι πρέπει να κρατήσετε μυστικό από τον επόπτη σας, είναι ακριβώς αυτό που πρέπει να μοιραστείτε μαζί του».
Τέλος, στην πρόληψη μπορεί να συμβάλλει το να είναι ενημερωμένοι οι θεραπευόμενοι σχετικά με το πώς διεξάγεται μία ψυχοθεραπεία ή μία ψυχαναλυτική εργασία, με βασικό στοιχείο το κέντρο βάρους της. Το πρόσωπο του αναλυτή ή του θεραπευτή και η σχέση μαζί του είναι όπως προείπαμε ένα βασικό θεραπευτικό εργαλείο, και το να αποκτά ιδιαίτερη συναισθηματική αξία ο θεραπευτής για τον θεραπευόμενο είναι αναμενόμενο και χρήσιμο για την διαδικασία. Παρ’ όλα αυτά, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του θεραπευτή και του θεραπευόμενου θα πρέπει πάντα να βρίσκεται ο δεύτερος και βασικό μέλημα του πρώτου θα πρέπει να είναι το να εξυπηρετούνται τα συμφέροντα του δεύτερου. Στις παραβιάσεις θεραπευτικού πλαισίου γίνεται μία μετακίνηση του κέντρου βάρους από τον θεραπευόμενο στον θεραπευτή. Αυτό μπορεί να συμβεί είτε γιατί οι ασυνείδητες ανάγκες του θεραπευτή τον κάνουν να παραγκωνίσει τις ανάγκες του θεραπευόμενου είτε γιατί θεωρεί ότι παραβιάζοντας το πλαίσιο παρέχει καλύτερη ή περισσότερη φροντίδα στον θεραπευόμενο. Στις σχέσεις όμως στις οποίες η ασυμμετρία των ρόλων καθιστά το ένα μέλος υπεύθυνο για την ευημερία του άλλου –όπως είναι αυτή του θεραπευτή και του θεραπευόμενου, του γιατρού και του ασθενούς, του καθηγητή και του μαθητή και αρχετυπικά του γονιού με το παιδί του- η «εξουσία» που δημιουργεί αυτή η ασυμμετρία φέρει μαζί της και μία σημαντική ευθύνη που ο έχων την «εξουσία» οφείλει να τιμά προασπίζοντας το συμφέρον του άλλου.
Δημοσιεύτηκε σε δύο μέρη (Οκτώβριος 2014, Φεβρουάριος 2015) στο ηλεκτρονικό περιοδικό Ψυχολογίας LAPSUS (LINK)
Βιβλιογραφία
Cronenberg, D. (2011) Μία επικίνδυνη μέθοδος [κινηματογραφική ταινία], Αγγλία, Γερμανία, Καναδάς, Ελβετία: Sony Pictures Classics
Gabbard, G.O. (1995a) The early history of boundary violations in Psychoanalysis, Journal of the American Psychoanalytic Association, 43:1115-1136
Gabbard G.O., Lester, E.P. (1995b) Boundaries and boundary violations in Psychoanalysis, New York: Basic Books
Gabbard, G.O. (2005) Patient-therapist boundary issues, Psychiatric Times, October 2005 Vol. XXII Issue 12 – Retrieved September 1, 2014, from: HTTP://WWW.PSYCHIATRICTIMES.COM/ARTICLES/PATIENT-THERAPIST-BOUNDARY-ISSUES#STHASH.CBPJLG8S.DPUF
Hellman, P. (2012) Thesis to conclusion after 23 years – Retrieved October 5, 2014, from HTTP://FORWARD.COM/ARTICLES/149443/THESIS-TO-CONCLUSION-IN–YEARS/
Kerr, J. (1993) A Most Dangerous Method: The Story of Jung, Freud, and Sabina Spielrein, New York: Alfred A. Knopf
Ιπποκράτειος όρκος. Ανακτήθηκε 1 Σεπτεμβρίου, 2014, από HTTP://USERS.UOA.GR/~NEKTAR/HISTORY/1ANTIQUITY/HIPPOCRATES.HTM