Ο πρώτος μου ψυχαναλυτής, ο οποίος ετύγχανε και κλινικός ψυχίατρος με μακρά και επιτυχημένη πορεία σε κλινικές του εξωτερικού και της Ελλάδας όπου νοσηλεύονταν ασθενείς με εξαρτήσεις, όταν επρόκειτο να ξεκινήσει μία θεραπεία στο ιδιωτικό του γραφείο, μετά την παρουσίαση των βασικών όρων του θεραπευτικού πλαισίου[1] συνήθιζε να λέει στον υποψήφιο αναλυόμενο: «…Και τέλος, δεν μπορώ να σας αναλάβω αν κάνετε χρήση ουσιών». Το απόλυτο ύφος μιας τέτοιας δήλωσης με την οποία ο αναλυτής απέκλειε μία όχι και τόσο μικρή μερίδα ασθενών που αναζητούν θεραπεία σε ιδιωτικό πλαίσιο, μάλλον προκαλεί κάποια έκπληξη αναμεμειγμένη με μία σχετική δυσαρέσκεια σε αυτόν που την ακούει. Άλλωστε περιμένει κανείς από έναν θεραπευτή –και δη έναν πεπειραμένο κλινικό- να είναι «ανοιχτός» σε όλο το φάσμα των ψυχικών διαταραχών και πρόθυμος να προσφέρει την βοήθειά του σε οποιονδήποτε του την ζητήσει.
Επηρεασμένη από τον πρώτο μου αναλυτή αλλά και από την «κοινή» λογική που υπαγορεύει ότι η ψυχοθεραπεία το λιγότερο που απαιτεί από τον θεραπευόμενο είναι να μην είναι μόνο «σώματι» αλλά «ψυχή τε» στη συνεδρία του –και άρα νηφάλιος-, είχα κι εγώ υιοθετήσει αυτή την τακτική «αποκλεισμού» απέναντι στους «υποψήφιους» θεραπευόμενούς μου τους οποίους ενημέρωνα κατά την έναρξη της εργασίας μας ότι δεν θα μπορούσα να τους αναλάβω αν έκαναν χρήση ουσιών. Χρησιμοποιώ συνειδητά τη λέξη «αποκλεισμός» γιατί πιστεύω ότι περί αυτού πρόκειται ακόμη και αν μπορεί κανείς να επικαλεστεί ερευνητικά δεδομένα και προσωπικές εμπειρίες από την κλινική του πρακτική για να υποστηρίξει μία τέτοια τακτική. Έχω στο νου μου τη φράση του Michael Balint (1896-1970), ενός ψυχαναλυτή που επεδίωξε την εισαγωγή της Ψυχανάλυσης στην Ιατρική και την ευκολότερη πρόσβαση σε αυτή τη μορφή θεραπείας από περισσότερο κόσμο, ο οποίος λέει σε μία συνέντευξή του (1965): «Λοιπόν, απλά (θα έλεγα) πως οποιοσδήποτε είναι άρρωστος έχει το δικαίωμα να λάβει βοήθεια.. Θεωρώ πως οποιοσδήποτε πρέπει να έχει την ευκαιρία για βοήθεια και (αυτή) δεν πρέπει να του αρνείται».[2]
Η αναίρεση λοιπόν αυτού του «αποκλεισμού» από την πλευρά μου –για λόγους που δεν θα αναλύσω εδώ- αποτέλεσε την αφορμή για τη συγγραφή αυτού του άρθρου, καθώς ανέλαβα σε ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία –περίπου την ίδια περίοδο- δύο ασθενείς που έκαναν χρήση κάνναβης και οι οποίοι διέκοψαν την θεραπεία τους πρόωρα. Η μονομερής απόφαση για διακοπή της θεραπείας από τον ασθενή, νομίζω πως πρέπει να προβληματίζει κάθε θεραπευτή όταν συμβαίνει. Επιπλέον, στη δική μου περίπτωση, η διακοπή με έκανε να αναρωτηθώ αν ο πρώτος μου αναλυτής είχε εν τέλει δίκιο που απέκλειε τους ασθενείς που έκαναν χρήση με το να μην τους αναλαμβάνει καν. Η θεραπευτική μου «αποτυχία» -βάζω τα εισαγωγικά γιατί ακόμα και σε μία ημιτελή θεραπεία μπορεί να έχει παραχθεί κάποιο θεραπευτικό αποτέλεσμα και επίσης ένας ασθενής μπορεί να επιστρέψει- αντί να με κάνει απαισιόδοξη σχετικά με το μέλλον της ψυχοθεραπείας τέτοιων ασθενών, με κάνει περίεργη να αναζητήσω τις ιδιαιτερότητες που διακρίνουν τους ίδιους σε σχέση την ψυχοπαθολογία τους, τις σχέσεις αντικειμένου τους[3], αλλά και την κατανόηση και διαχείριση των αντιμεταβιβαστικών[4] αντιδράσεων του θεραπευτή και του θεραπευτικού πλαισίου.
Η φαινομενολογία του ασθενούς και το αίτημα για θεραπεία
Στην Ψυχανάλυση ασχολούμαστε κυρίως με το «γιατί» ή το «πως» που αφορούν την ψυχική πραγματικότητα του ασθενούς. Νομίζω, όμως, ότι αυτών των ερωτημάτων πρέπει πάντα να προηγείται το «τι» αφού για να κατανοήσουμε ένα ψυχοπαθολογικό φαινόμενο ή μία νοσολογική οντότητα χρειάζεται κατ’ αρχήν να τα περιγράψουμε. Και σ’ αυτό είναι απαραίτητη η φαινομενολογική προσέγγιση την οποία προσωπικά κατανοώ με τον τρόπο που περιγράφει η Andreasen (2006), ως τη μελέτη της ψυχοπαθολογίας του ασθενούς που περιλαμβάνει τα σημεία, τα συμπτώματα καθώς και τα συναισθήματα και τις σκέψεις που συνδέονται με αυτά. Θα προσέθετα ακόμα τις επιπτώσεις των συμπτωμάτων και των ψυχολογικών τους προεκτάσεων στη ζωή και τις σχέσεις του ατόμου. Σε αυτό το πλαίσιο, αν και στο DSM-IV οι διαταραχές σχετιζόμενες με ουσίες συνιστούν ήδη μία ξεχωριστή νοσολογική οντότητα που βασίζεται όμως αποκλειστικά στα συμπτώματα, αναρωτιέμαι αν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μία πιο ολοκληρωμένη και όχι μόνο συμπτωματική ψυχοπαθολογική οντότητα η οποία περιλαμβάνει συγκεκριμένα ψυχολογικά χαρακτηριστικά, συγκρούσεις, τρόπους «σχετίζεσθαι», μηχανισμούς άμυνας και ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά άγχους, σε μία συγκεκριμένη υποκατηγορία ασθενών που κάνουν χρήση κάνναβης και συχνά φτάνουν στο γραφείο του ψυχοθεραπευτή.
Ο ασθενής που μας απασχολεί εδώ κάνει συστηματική χρήση «μαλακών» ναρκωτικών όπως το χασίς και η μαριχουάνα –συνήθως εδώ και αρκετά χρόνια- και έρχεται για ένα άλλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει στη ζωή του ή στις σχέσεις του, και όχι λόγω της ίδιας της χρήσης. Κατά κανόνα παραμένει λειτουργικός τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό στους βασικούς τομείς της ζωής του (αυτοεξυπηρέτηση, επάγγελμα, σχέσεις) καθώς η ζωή, η υγεία και η ψυχική του οργάνωση δεν έχει (ακόμα;) πληγεί τόσο πολύ ώστε να έχει χάσει τον έλεγχο του εαυτό του –κάτι που θα καθιστούσε αδύνατη την αυτόβουλη αναζήτηση ψυχολογικής βοήθειας. Παρ’ όλα αυτά εκφράζει την έγνοια και την ανησυχία ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά στη ζωή του προσπαθώντας ταυτόχρονα να υποτιμήσει την βαρύτητα της εξάρτησής του ως πιθανό αιτιολογικό παράγοντα των προβλημάτων του.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι ο ασθενής βρίσκεται σε ένα σημείο της «διαδρομής» του που δεν είναι ούτε πολύ νωρίς ούτε πολύ αργά. Αυτό δεν αφορά μόνο την χρήση της ναρκωτικής ουσίας αλλά και την ηλικία στην οποία τον γνωρίζουμε. Είναι ένα νέο άτομο μεταξύ είκοσι και τριάντα που συνήθως είναι συναισθηματικά ανώριμο και αισθάνεται –και ίσως δείχνει κιόλας- νεότερο από την ηλικία του. Οι προσωπικές σχέσεις νομίζω πως είναι ο τομέας της ζωής του που πάσχει περισσότερο από όλους, και οι ερωτικές σχέσεις μπορεί να είναι ασταθείς ή μόνιμες με έντονα όμως τα στοιχεία της «συγκόλλησης», της επιθετικότητας (λανθάνουσας ή έκδηλης) και του αισθήματος του ανικανοποίητου. Επίσης είναι ιδιαίτερα σύνηθες το «συγκολλητικό» στοιχείο μίας τέτοιας σχέσης να είναι η ναρκωτική ουσία την οποία ο/η ασθενής και ο/η ερωτικός/η του σύντροφος χρησιμοποιούν μαζί. Νομίζω ότι η ομοιότητα με τον Άλλον είναι ιδιαίτερα σημαντική στην προβληματική αυτών των ασθενών και αυτό συνδέεται με την ερώτηση που ο θεραπευτής δέχεται συχνά σχετικά με τον εάν έχει σε θεραπεία και άλλους σαν εκείνον και αν το πρόβλημά του είναι συνηθισμένο.
Η σχέση με τους γονείς του χαρακτηρίζεται από έντονα συναισθήματα και μπορεί να είναι συγχωνευτική, συγκρουσιακή ή οδυνηρά απόμακρη. Η χρήση των ναρκωτικών δεν είναι γνωστή στους γονείς ή τουλάχιστον έτσι πιστεύει ο ίδιος. Το γεγονός ότι η χρήση γινόταν ανέκαθεν στο πατρικό σπίτι προκαλεί απορία και έκπληξη σε αυτόν που το ακούει και οδηγεί στην αμφιβολία σχετικά με το ενδιαφέρον των γονιών για τον ασθενή. Επιπλέον η συμπεριφορά του ασθενούς που προσεγγίζει τον θεραπευτή με έναν άμεσο και οικείο τρόπο, δημιουργεί την εντύπωση πως ο ασθενής αναζητά μία γονεϊκή φιγούρα που θα τον αγκαλιάσει και θα ασχοληθεί μαζί του ίσως για να καλύψει τα συναισθηματικά κενά που υπάρχουν στη σχέση με τους γονείς. Αυτός άλλωστε θεωρώ πως είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο δημιουργούνται έντονα αντιμεταβιβαστικά συναισθήματα στο θεραπευτή, τα οποία –όπως θα δούμε στο δεύτερο μέρος του άρθρου- ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την θεραπεία αν δεν γίνουν αντικείμενο συνειδητοποίησης και επεξεργασίας από τον ίδιο.
Προχωρώντας στην αναζήτηση που αφορά το γιατί ο ασθενής χρήστης κάνναβης διακόπτει συχνά την θεραπεία του στο ιδιωτικό πλαίσιο ενός ψυχοθεραπευτή, χρειάζεται να διερευνήσουμε τον ρόλο της εξάρτησης και τη θέση που καταλαμβάνει τόσο το ναρκωτικό όσο και ο ίδιος ο θεραπευτής στην ψυχική πραγματικότητα του θεραπευόμενου. Ας συγκρατήσουμε από το πρώτο μέρος του άρθρου ότι το θεραπευτικό αίτημα του ασθενούς δεν είναι σχεδόν ποτέ η απεξάρτηση από το ναρκωτικό, αλλά η επιθυμία του να «βρει τον εαυτό του» ή να φτιάξει τις σχέσεις του χωρίς όμως να συνδέει το αίτημα αυτό με την χρήση και με ενδεχόμενη διακοπή της. Ο θεραπευόμενος «μπαίνει» δηλαδή στην ψυχοθεραπεία υπολογίζοντας ότι η χρήση της κάνναβης και η ψυχοθεραπεία –η οποία όπως θα δούμε παρακάτω παίρνει ψυχικά τη διάσταση της «χρήσης» ενός άλλου ναρκωτικού που δεν είναι άλλο από τον ίδιο τον θεραπευτή- θα συνυπάρχουν δρώντας συμπληρωματικά, όπως τουλάχιστον το φαντάζεται ο ίδιος αρχικά. Αυτή η προσδοκία κάνει συχνά τον θεραπευόμενο να αποκρύπτει το γεγονός ότι κάνει χρήση μέχρις ότου νιώσει ότι ο θεραπευτής έχει «δεσμευτεί» μαζί του και άρα θα αναγκαστεί, τρόπον τινά, να ανεχτεί τη χρήση που πολλές φορές μπαίνει κυριολεκτικά και μέσα στη θεραπεία όταν ο θεραπευόμενος έρχεται «φτιαγμένος» στη συνεδρία.
Η τριγωνική σχέση «ασθενούς-θεραπευτή-ναρκωτικού»
Τον Οκτώβριο του 2014 δημοσιεύτηκε η εικοσαετής έρευνα που διεξήγαγε ο καθηγητής Wayne Hall του King’s College του Λονδίνου, σχετικά με τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της χρήσης κάνναβης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η αρνητική επίδραση της χρήσης τόσο σε σωματικό όσο και ψυχικό και διανοητικό επίπεδο είναι πολύ σοβαρότερη απ’ όσο θεωρούσαν μέχρι τώρα οι επιστήμονες. Για παράδειγμα, ένας στους έξι εφήβους που καπνίζουν συστηματικά κάνναβη εθίζονται σε αυτήν, ενώ διπλασιάζονται γι’ αυτούς οι πιθανότητες να εκδηλώσουν ψύχωση ή σχιζοφρένεια, ειδικά αν έχουν επιβαρημένο οικογενειακό ιστορικό. Από την άλλη, η απεξάρτηση από το ναρκωτικό δεν είναι τόσο εύκολη όσο θα φανταζόταν κάποιος μια που η αποχή προκαλεί στον συστηματικό χρήστη συμπτώματα όπως άγχος, αϋπνία, απώλεια όρεξης και κατάθλιψη.Η έρευνα καταλήγει ότι η απεξάρτηση από την κάνναβη είναι εξίσου δύσκολη όσο η απεξάρτηση από το αλκοόλ ή την ηρωίνη με την διαφορά ότι με την κάνναβη δεν μπορεί κανείς να πεθάνει από υπερβολική δόση. Κάτι που πιθανώς δημιουργεί στο χρήστη την «ψευδαίσθηση» ότι είναι άτρωτος απέναντι στις βλαπτικές συνέπειες της χρήσης και ότι το ναρκωτικό του είναι αρκετά «ασφαλές».
Η εμπειρία μου με συστηματικούς χρήστες κάνναβης στο γραφείο, μου επιβεβαιώνει ότι όταν ο θεραπευόμενος προσπαθήσει να σταματήσει την χρήση του ναρκωτικού ή να την ελέγξει, δημιουργείται μία σοβαρή αναταραχή στην ψυχική του ισορροπία η οποία τελικά οδηγεί στη λήξη της αποχής ή της προσπάθειας περιορισμού της χρήσης. Η παρουσία του θεραπευτή στη ζωή του ασθενούς ως ανακλιτικό αντικείμενο –δηλαδή ως αντικείμενο στο οποίο στηρίζεται ο θεραπευόμενος για να καλύψει σημαντικές ψυχολογικές του ανάγκες- φαίνεται πως δεν είναι αρκετή για να ενισχύσει την θέληση του να απεξαρτηθεί από το ναρκωτικό, παρ’ όλο που θα περιμέναμε ότι για ένα «μαλακό» ναρκωτικό όπως θεωρείται η κάνναβη, η επεξάρτηση εν παραλλήλω με μία ψυχοθεραπεία θα ήταν μία σχετικά εύκολη υπόθεση.
Όμως στη θεραπευτική σχέση με τους χρήστες κάνναβης παρατηρεί κανείς ότι το ναρκωτικό μπαίνει ως «ανταγωνιστής» και «αντίζηλος» στη σχέση μαζί του. Στην ψυχική πραγματικότητα του θεραπευόμενου, ο θεραπευτής είναι κάποιος αντί του ναρκωτικού τόσο με την έννοια του υποκατάστατου –δηλαδή το ένα αντικαθιστά το άλλο- όσο και με την έννοια της αντιπαράθεσης –δηλαδή βρίσκεται απέναντί του. Θα λέγαμε δηλαδή ότι σε ψυχικό επίπεδο ο θεραπευτής γίνεται για τον θεραπευόμενο ένα υποκατάστατο του ναρκωτικού, το οποίο ταυτόχρονα ανταγωνίζεται το ναρκωτικό, διεκδικώντας την ίδια θέση στην ψυχική του οικονομία και ζητώντας του να σπαταλήσει γι’ αυτόν ψυχική ενέργεια που μέχρι εκείνη την στιγμή είναι «δεσμευμένη» στην ψυχική επένδυση του ναρκωτικού (ας το παραλληλίσουμε με έναν άντρα που διχάζεται ανάμεσα στη σύζυγο και την ερωμένη η οποία θέλει να πάρει τη θέση της συζύγου στη ζωή και την καρδιά του). Παράλληλα, ο θεραπευτής γίνεται μέσα στις ψυχικές αναπαραστάσεις του θεραπευόμενου μία υπερεγωτική φιγούρα δηλαδή ένας αυστηρός γονιός που απαγορεύει και περιορίζει την ικανοποίηση των επιθυμιών ενορμητικής ποιότητας, όπως είναι η επιθυμία για χρήση. Έτσι, άθελα του –μια που μιλάμε για προβολή του υπερεγώ του ίδιου του θεραπευόμενου και όχι για πραγματικές απαγορεύσεις που ο ίδιος ο θεραπευτής επιβάλλει- ο θεραπευτής ενισχύει την σύγκρουση που βιώνει ο θεραπευόμενος ανάμεσα σε αυτό που ο ίδιος θέλει να κάνει και σ’εκείνο που φαντάζεται πως περιμένει από αυτόν ο θεραπευτής του για να είναι ευχαριστημένος μαζί του.
Είναι σημαντικό νομίζω σε αυτό το σημείο να υπογραμμίσουμε ότι συνήθως οι γονείς του χρήστη έχουν αντιμετωπίσει το πρόβλημα της εξάρτησης του παιδιού τους μέσω της άρνησης –δηλαδή «κάνω ότι δεν βλέπω το πρόβλημα και άρα δεν υπάρχει». Όταν ο χρήστης γίνει θεραπευόμενος στο γραφείο μας, ασυνείδητα επιζητά από εμάς την έκφραση του ενδιαφέροντος μας μέσα από την απαγόρευση που δεν έχουν επιβάλλει οι γονείς του. Δεν πιστεύω άλλωστε ότι υπάρχει χρήστης ο οποίος να μην αντιλαμβάνεται τις βλαπτικές επιπτώσεις του ναρκωτικού ακόμα και αν τις αρνείται. Σίγουρα η ενορμητική του πλευρά αντιδρά απέναντι στην απαγόρευση που ο ίδιος προσπαθεί να επιβάλλει στον εαυτό του μέσω της προβολής της υπερεγωτικής του πλευράς στο θεραπευτή του («ο θεραπευτής μου δεν θέλει να καπνίζω μαύρο»). Συχνά άλλωστε ο θεραπευτής καθίσταται για τον θεραπευόμενο ένα μισητό αντικείμενο το οποίο θέλει να εξευτελίσει, να καταστρέψει και να εξαφανίσει, εξαφανίζοντας ταυτόχρονα τον περιορισμό και την απαγόρευση. Ταυτόχρονα όμως μέσω αυτής την προβολής και της επανενδοβολής του υπερεγωτικού αντικειμένου-θεραπευτή, ο θεραπευόμενος ενισχύει το υπερεγώ του το οποίο μέχρι εκείνη τη στιγμή είναι ελλειμματικό. Άρα τελικά μέσω της προβολής αυτής της απαγορευτικής αλλά και φροντιστικής πλευράς των γονιών που κατά βάθος επιθυμεί και της ενδοβολής της, ο θεραπευόμενος μπορεί σταδιακά να “χτίσει” μέσα του μία πλευρά του εαυτού του που νοιάζεται για τον ίδιο.
Σύμφωνα με πολλούς ψυχαναλυτικούς συγγραφείς (Sugarman, Kurash, 1982; Wurmser, 1974 κ.ά.), υπάρχει μία σύνδεση μεταξύ της χρήσης ναρκωτικών ουσιών και της οριακής δομής προσωπικότητας στην οποία όπως πολλοί γνωρίζουμε η συγκρότηση του υπερεγώ είναι ελλειμματική και η σχέση αντικειμένου εξαρτητική. Αν και δεν θεωρώ ότι η χρήση ουσιών αποτελεί ένδειξη ή διαγνωστικό κριτήριο που θα μας κατευθύνει απαραίτητα σε μία διάγνωση οριακής προσωπικότητας, ταυτίζομαι με τον Kernberg (1975) σε ό,τι αφορά το νοσολογικό συνεχές (continuum) στο φάσμα του παθολογικού ναρκισσισμού, στο οποίο η οριακή δομή είναι η πιο πρώιμη ενώ η ναρκισσιστική η πιο εξελιγμένη. Έτσι, θεωρώ ότι όταν έχουμε απέναντί μας έναν χρήστη κάνναβης, μπορούμε να περιμένουμε ότι θα διαπιστώσουμε στην πορεία μία ναρκισσιστική προβληματική –όπως ήδη από το 1932 επεσήμανε ο Glover- που μπορεί να αγγίζει την οριακότητα ή άλλες φορές αυτό που ο Fairbairn (1940) ονόμαζε «σχιζοειδή προσωπικότητα» και που αφορά την αίσθηση παντοδυναμίας και αυτάρκειας, τον φόβο αλλά και την λαχτάρα στη σχέση με το αντικείμενο-θεραπευτή, και την επιτακτική ανάγκη ελέγχου του αντικειμένου και της απόστασης από αυτό. Μία ανάγκη όμως που λόγω του θεραπευτικού πλαισίου το οποίο καθορίζει την απόσταση μέσα στη θεραπευτική σχέση (πόσο συχνά συναντιόμαστε, για πόση ώρα, πότε είναι οι διακοπές κλπ) δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, προκαλώντας συχνά την απελπισία και την οργή του θεραπευόμενου.
Η αντιμεταβίβαση και κάποιες τεχνικές επισημάνσεις
Η αντιμεταβίβαση στη θεραπεία αυτών των θεραπευόμενων είναι κατά κανόνα έντονη. Καθώς πρόκειται για άτομα με καθηλώσεις σε προηγούμενα στάδια της ψυχοσεξουαλικής τους ανάπτυξης που διατηρούν αρκετά ζωντανή την παιδικότητα και την εφηβικότητά τους, είναι δύσκολο να μην τους συμπαθήσει ο θεραπευτής. Η μεταβίβαση τους είναι ισχυρή και έρχεται προς τον θεραπευτή σε «κύματα» συναισθημάτων ακόμα και αν πολλές φορές, ειδικά στους άνδρες ασθενείς με σχιζοειδή χαρακτηριστικά (κατά Fairbairn), υπάρχει μία συγκάλυψη άνεσης, αδιαφορίας και συναισθηματικής αποστασιοποίησης. Νομίζω ότι τα έντονα συναισθήματα και η αδυναμία στη ρύθμιση τους (affect regulation) και τον μεταβολισμό τους είναι το κύριο εμπόδιο στη συνέχιση της ψυχοθεραπείας. Η ψυχοθεραπεία ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης είναι μία διαδικασία που διεγείρει τα ίδια συναισθήματα που ο ασθενής προσπαθεί να καταστείλει μέσω της χρήσης. Έτσι λειτουργεί αντίθετα με αυτό που το ναρκωτικό έχει ως σκοπό και άρα το ανταγωνίζεται (έχω παρατηρήσει κάτι ανάλογο και στους χρόνιους χρήστες αντικαταθλιπτικών). Συνήθως, η διακοπή της θεραπείας έρχεται σε κάποια στιγμή που ο θεραπευτής έχει απογοητεύσει τον θεραπευόμενο για οποιονδήποτε λόγο συμπεριλαμβανομένης και της απουσίας των διακοπών, και τότε το ναρκωτικό “κερδίζει” όπως περιγράφει και ο Rubins (1973). Είναι άλλωστε δύσκολο να μην κερδίσει ένα αντικείμενο το οποίο εκτός από το ότι είναι μεταβατικό με την έννοια του Winnicott –δηλαδή είναι εν μέρει κομμάτι του ίδιου του ασθενούς και εν μέρει εξωτερικό αντικείμενο- είναι μονίμως διαθέσιμο, αμβλύνει τις ψυχικές εντάσεις και βρίσκεται υπό τον πλήρη έλεγχο του.
Ένα άλλο πρόβλημα στη θεραπεία αφορά το πλαίσιο και τη δυσκολία που αυτό προκαλεί μια που απαιτεί συνέπεια, συνέχεια και ρυθμικότητα. Κάτι που ο ασθενής χρήστης κάνναβης δεν μπορεί εύκολα να εξασφαλίσει καθώς βρίσκεται σε ένα “μεταίχμιο” μεταξύ εξωτερικής πραγματικότητας –στην οποία προσπαθεί να συμμετέχει αν και όχι πάντα με επιτυχία- και τον κόσμο και της ναρκισσιστικής απόσυρσης που η χρήση ενισχύει και κάνει πιο ανεκτή την σχέση με τον εαυτό.
Όμως κάθε ψυχοθεραπεία είναι ένα ταξίδι που συχνά ρίχνει τα δύο μέλη της θεραπευτικής σχέσης σε τρικυμίες. Ίσως με τον ασθενή χρήστη κάνναβης οι θάλασσες του ταξιδιού να είναι πιο “άγριες”. Αν ο θεραπευτής δεν φοβάται πολύ νομίζω πως μπορεί να αποπλεύσει κρατώντας στο νου του ότι οι ικανότητές του θα δοκιμαστούν και ότι ίσως τελικά να μην πιάσει “λιμάνι”. Θεωρώ όμως ότι στο βαθμό που κάθε θεραπευτής είναι και παράδειγμα για τον θεραπευόμενό του, είναι κέρδος για τον τελευταίο η συμμαχία με κάποιον που τολμά να παλέψει απέναντι σε κάτι που θεωρεί πιο δυνατό από τον ίδιο, ρισκάροντας μία ήττα που τον φέρνει αντιμέτωπο με την μη-παντοδυναμία του και την ανάγκη του για βοήθεια.
Βιβλιογραφία
Andreasen, N.C. (2006). DSM and the Death of Phenomenology in America: An Example of Unintended Consequences. Schizophrenia Bulletin vol. 33 no. 1 pp. 108–112, 2007
Fairbairn, W.D. (1940) Schizoid Factors in the Personality. In Psychoanalytic Studies of the Personality. London: Tavistock Publications Limited, 1952
Kernberg, O. F. (1975) Borderline Conditions and Pathological Narcissism New York: Jason Aronson
Laplanche, J., Pontalis, J.-B. (1971). Το λεξιλόγιο της Ψυχανάλυσης, εκδ. Κέδρος, 1986
Rubins, J.L. (1973) The Role of the Psychoanalyst in the Marijuana Problem. Am. J. Psychoanal., 33:193-205
Sugarman, A. and Kurash, C. (1982) Marijuana Abuse, Transitional Experience, and the Borderline Adolescent. Psychoanal. Inq., 2:519-538
Swerdloff, B. (2002). An Interview with Michael Balint. Am. J. Psychoanal., 62:383-413
Wurmser, L. (1974) Psychoanalytic Considerations of the Etiology of Compulsive Drug Use. J. Amer. Psychoanal. Assn., 22:820-843
Nhs.uk. (2014) Cannabis labelled ‘harmful and as addictive as heroin’ – Health News – NHS Choices. [online] Available at: http://www.nhs.uk/news/2014/10October/Pages/cannabis-labelled-harmful-and-as-addictive-as-heroin.aspx [Accessed 19 Oct. 2016]
[1] Το πλαίσιο αφορά το απόρρητο με τις εξαιρέσεις του, την πολιτική των ακυρώσεων κλπ.
[2] Δική μου μετάφραση
[3] Στην Ψυχανάλυση όταν λέμε «αντικείμενο» εννοούμε συνήθως το πρόσωπο μέσω του οποίου το άτομο ικανοποιεί τις ενορμήσεις του και το οποίο σταδιακά επενδύεται και ψυχικά από το ίδιο. Τα πρώτα αντικείμενα κάθε ανθρώπου οι γονείς του και η σχέση μαζί τους αποτελεί το πρότυπο πάνω στο οποίο βασίζεται ο τρόπος με τον οποίο σχετίζεται το άτομο με τους άλλους στη ζωή του.
[4] Η αντιμεταβίβαση είναι το σύνολο των ασυνείδητων αντιδράσεων του ψυχαναλυτή απέναντι στον αναλυόμενο και πιο συγκεκριμένα στη μεταβίβασή του. Η μεταβίβαση αποτελεί την επανεργοποίηση ασυνείδητων επιθυμιών και συγκρούσεων από την πλευρά του αναλυόμενου προς τον αναλυτή, οι οποίες κατά την παιδική του ηλικία αναφέρονταν στους γονείς του.