Μια σύγχρονη ματιά στις κοινωνικές και ψυχολογικές προεκτάσεις της υπογονιμότητας και της εξωσωματικής

Οι φωτογραφίες και τα ρεπορτάζ που αφορούν τις εγκυμοσύνες, τις υιοθεσίες και τις εξωσωματικές των εγχώριων και διεθνών διάσημων προσώπων, κατακλύζουν τον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Ταυτόχρονα οι ίδιοι οι διάσημοι προβάλλουν αυτή την πτυχή της ζωής τους, δηλαδή την πατρότητα ή την μητρότητα, πολλές φορές περισσότερο και από την ίδια τη δουλειά τους. Γυμνές φωτογραφίσεις εγκύων σταρ της ποπ, ιλουστρασιόν σελίδες με οικογενειακά ενσταντανέ ηθοποιών και παρουσιαστών με τα παιδάκια τους στο σπίτι, αυθόρμητες φωτογραφίες από νεογέννητα στην αγκαλιά των τοπ μόντελ μαμάδων τους στο Ιnstagram. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα παιδιά είναι της “μόδας” αν αγνοούσε το γεγονός ότι το ποσοστό γεννήσεων στις αναπτυγμένες χώρες συμπεριλαμβανομένης της δικής μας βαίνει μειούμενο.

Διαχρονικά οι λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι κάνουν παιδιά είναι σημαντικοί και λίγο-πολύ σταθεροί. Κατ᾽ αρχάς η τεκνοποίηση είναι αρχετυπικά συνυφασμένη με την σεξουαλική πράξη. Άρα ένα βασικό κίνητρο γι᾽ αυτήν ήταν και εξακολουθεί να είναι σε κάποιον βαθμό η ευχαρίστηση, ακόμη και αν μετά την ανακάλυψη του αντισυλληπτικού χαπιού τα πράγματα άλλαξαν δίνοντας τη δυνατότητα στους συντρόφους να ευχαριστιούνται την ερωτική πράξη ελέγχοντας όμως την τεκνοποίηση και τον χρόνο της. Παράλληλα ως κοινωνικά όντα είμαστε βιολογικά και ψυχολογικά “προγραμματισμένοι” να παράξουμε απογόνους χάριν του κοινωνικού συνόλου συμβάλλοντας στη διαιώνιση του είδους μας. Επίσης, η απόκτηση παιδιού προσφέρει στο ζευγάρι έναν κοινό σκοπό, μία από κοινού δημιουργία, που κρατά ενωμένη την οικογένεια η οποία με την σειρά της διατηρεί συμπαγή τον κοινωνικό ιστό. Και τέλος δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε την ψυχολογική ανάγκη που ωθεί έναν άνθρωπο να προσφέρει την φροντίδα, την τρυφερότητα και την αγάπη του σε ένα δικό του παιδί, μία ανάγκη που παλαιότερα ονομάζαμε μητρικό ή πατρικό “φίλτρο”.

Τα τελευταία χρόνια σημαντική είναι και η ναρκισσιστική διάσταση της τεκνοποίησης που εν μέρει ενισχύεται και από τον ναρκισσιστικό χαρακτήρα της εποχής μας. Ανέκαθεν βέβαια για τους γονείς, και κυρίως για τη μητέρα, το παιδί ενείχε την θέση ενός ναρκισσιστικού αντικειμένου για το οποίο ήταν περήφανη, καμάρωνε και χαιρόταν να επιδεικνύει. Άλλωστε η ναρκισσιστική επένδυση του παιδιού από τους γονείς είναι απαραίτητη ως ένα βαθμό προκειμένου το παιδί να μπορέσει να αγαπήσει και να εκτιμήσει τον εαυτό του συμβάλλοντας έτσι στην ψυχική του ισορροπία. Στη σύγχρονη κοινωνία όμως η απόκτηση ενός παιδιού παίρνει επιπροσθέτως για τη γυναίκα και το ζευγάρι την ψυχική θέση ενός “βραβείου”, μίας “πιστοποίησης” ότι είναι γόνιμοι, υγιείς και ικανοί να γίνουν γονείς. Εν ολίγοις ότι είναι πλήρεις. Αυτή η “πιστοποίηση” είναι συχνά απαραίτητη για τα μέλη του ζευγαριού τόσο για να βιώσουν οι ίδιοι τον εαυτό τους ως απαρτιωμένο, επαρκή και ισάξιο των συνομηλίκων τους, όσο και για να εξασφαλίσουν την αποδοχή του κοινωνικού τους περίγυρου, ειδικά σε μία εποχή που ο άνθρωπος πρέπει να τα έχει “όλα”.

Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι η τεκνοποίηση είναι μία πολύ σημαντική παράμετρος στη ζωή του ζευγαριού γιατί μπορεί να ισχυροποιήσει τους οικογενειακούς δεσμούς, να τους προσφέρει ένα συναίσθημα καταξίωσης και να ικανοποιήσει την ανάγκη τους για προσφορά φροντίδας και αγάπης. Παράλληλα αποτελεί ένα σημάντικο μέσο για την κοινωνική αποδοχή και την καλύτερη ενσωμάτωση τους στο κοινωνικό τους περιβάλλον. Κατ᾽ επἐκταση, η μη δυνατότητα τεκνοποίησης μπορεί να δημιουργήσει στους παραπάνω τομείς κενά, τα οποία ανάλογα με την περίπτωση κάθε ζευγαριού μπορεί να είναι μικρότερα ή μεγαλύτερα, ουσιώδη ή επουσιώδη, διαχειρίσιμα ή ανυπέρβλητα. Η αύξηση των κύκλων εξωσωματικής στη χώρα μας τα τελευταία πέντε χρόνια μεσούσης της κρίσης κατά 10-15%, μας κάνει να σκεφτούμε ότι τα κενά σε επίπεδο προσωπικό, κοινωνικό και σχέσης, που δημιουργούνται στα ζευγάρια που αντιμετωπίζουν προβλήματα τεκνοποίησης, πρέπει να είναι όντως σημαντικά.

Η υπογονιμότητα σύμφωνα με την διεθνή βιβλιογραφία μπορεί να οφείλεται στη γυναίκα ή στον άνδρα κατά 35% στον καθένα, να είναι μικτής αιτιολογίας (δηλαδή να έχουν και οι δύο σύντροφοι πρόβλημα) κατά περίπου 20% ή να χαρακτηρίζεται ως ανεξήγητη όταν παρά την διερεύνηση των αιτίων μέσω εξειδικευμένων εξετάσεων δεν εντοπίζεται τελικά η αιτία, σε ποσοστό 10%. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που συνέλεξε η ανεξάρτητη Αρχή Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής από 41 κέντρα υποβοηθούμενης αναπαραγωγής (από τα 44 που λειτουργούν στη χώρα μας), το 2013 πραγματοποιήθηκαν 12207 νέοι κύκλοι εξωσωματικής γονιμοποίησης που αφορούσαν περίπου 7000 γυναίκες. Σε αυτούς τους νέους κύκλους το ποσοστό των κυήσεων ήταν περίπου 30% και η μεγάλη πλειονότητα των γυναικών που υποβλήθηκαν σε εξωσωματική γονιμοποίηση ήταν άνω των 35 ετών.

Επιπλέον, σύμφωνα με έρευνες που έχουν διεξαχθεί σε παγκόσμια κλίμακα, στις ανεπτυγμένες χώρες το ποσοστό γονιμότητας των γυναικών είναι χαμηλότερο συγκριτικά με τις αναπτυσσόμενες χώρες, γεγονός που αποδίδεται στον τρόπο ζωής των δυτικών κοινωνιών. Ειδικότερα, τα αίτια της αύξησης της υπογονιμότητας εντοπίζονται σε ἐμμεσους παράγοντες όπως η εύκολη πρόσβαση των ανθρώπων αναπαραγωγικής ηλικίας στην αντισύλληψη και στα αυξημένα έξοδα που συνεπάγεται το μεγάλωμα των παιδιών, αλλά και σε άμεσους παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά την γονιμότητα όπως η παχυσαρκία, τα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα και το περιβάλλον. Επίσης, η ανώτερη μόρφωση και η επαγγελματική σταδιοδρομία των γυναικών τις ωθεί στο να αναβάλλουν την τεκνοποίηση σε ηλικίες που η γονιμότητά τους αρχίζει να φθίνει ή έχει ήδη μειωθεί σημαντικά. Κάτι που είναι εξαιρετικά σημαντικό αν αναλογιστούμε ότι ακόμα και στην εξωσωματική γονιμοποίηση (δηλαδή όχι μόνο στη φυσιολογική σύλληψη), ο βασικός παράγοντας επιτυχίας σύμφωνα με πολλές μελέτες είναι η ηλικία της γυναίκας κυρίως λόγω της πτώσης της ποιότητας των ωαρίων που επέρχεται με την ηλικία και που αυξάνεται ραγδαία μετά τα 35.

Η συνεισφορά του ψυχολόγου ψυχαναλυτικής προσέγγισης στην εξωσωματική γονιμοποίηση

Πριν περάσουμε στην ψυχαναλυτική προσέγγιση της υπογονιμότητας, ας δούμε κατ᾽ αρχάς πως συνδέεται στην Ψυχανάλυση η γυναικεία ταυτότητα με την τεκνοποίηση.

Το 1933 ο Sigmund Freud αφιερώνει μία από τις εισαγωγικές του διαλέξεις στην Ψυχανάλυση, στη θηλυκότητα, στο άρθρο του με ομόνυμο τίτλο (Femininity). Πρόκειται για το άρθρο στο οποίο παρουσιάζει την επαναστατική θεωρία του για τον φθόνο του πέους που χαρακτηρίζει τις γυναίκες, μία θεωρία που ξεσήκωσε πλήθος αντιδράσεων από τις φεμινίστριες και όχι μόνο, τόσο στην εποχή του όσο και μετά από αυτή. Μάλιστα σε αυτή βασίστηκαν πολλοί πολέμιοι της Ψυχανάλυσης για να στηρίξουν τον ισχυρισμό ότι πρόκειται για μία σεξιστική ψευδοεπιστήμη της οποίας ο ιδρυτής χαρακτηριζόταν από μισογυνισμό αφού στη θεωρία του παρουσίαζε τις γυναίκες ως ελλειματικές.

Διαβάζοντας όμως κανείς το κείμενο πιο προσεκτικά, συνειδητοποιεί ότι ο Freud δεν έχει πρόθεση να μειώσει ή να υποτιμήσει τις γυναίκες αλλά αντιθέτως να τις καταλάβει και να τις εξηγήσει στους αναγνώστες του που ενδιαφέρονται για την ψυχαναλυτική κατανόηση της γυναικείας φύσης. Σύμφωνα με αυτή την θεωρητικοποίηση της θηλυκότητας, μπορεί η ανατομία με την οποία γεννιέται κανείς να είναι σημαντική για τον καθορισμό του ψυχολογικού του φύλου, αλλά η τελική ανάθεση του έμφυλου ρόλου, ειδικά στη γυναίκα, προϋποθέτει ψυχικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα κατά την παιδική ηλικία (3-5 έτη) οι οποίες είναι υπεύθυνες για την διαμόρφωση της θηλυκότητας. Αυτές οι διεργασίες αφορούν τη συνειδητοποίηση από τα παιδιά και των δύο φύλων της ανατομικής τους διαφοράς και την απογοήτευση που βιώνει το κορίτσι όταν διαπιστώνει ότι “κάτι της λείπει”. Η έλλειψη του πέους και ο συνεπακόλουθος φθόνος που αυτή προκαλεί στο κορίτσι, βρίσκεται σύμφωνα με τον Freud στη βάση του γυναικείου οιδιπόδειου συμπλέγματος αφού κάνει το κορίτσι να μισήσει προσωρινά την μητέρα του (γιατί δεν της χάρισε αυτό που έχουν τα αγόρια) και να στρέψει την αγάπη της στον πατέρα ο οποίος διαθέτει πέος και μπορεί σε φαντασιακό επίπεδο να της χαρίσει ένα μωρό όπως χάρισε στη μητέρα της. Η διαμόρφωση λοιπόν της γυναικείας ταυτότητας περνά μέσα από την ταύτιση του κοριτσιού με τη μητέρα, την λιβιδινική επένδυση και την διεκδίκηση του πατέρα ως αντικείμενο αγάπης και κορυφώνεται μέσα από την ανάδυση της επιθυμίας για ένα μωρό.

Στις περιπτώσεις υπογονιμότητας έχουμε μία ματαίωση αυτής της επιθυμίας, γεγονός που μας κάνει να σκεφτούμε ότι η θηλυκή ταυτότητα στις γυναίκες που δεν μπορούν να τεκνοποιήσουν μπαίνει υπό αμφισβήτηση, συνήθως σε ασυνείδητο αλλά πολλές φορές και σε συνειδητό επίπεδο. Και μπαίνει υπό αμφισβήτηση κυρίως από τις ίδιες αλλά συχνά και από τον σύντροφο τους ακόμα και όταν η υπογονιμότητα αφορά τον ίδιο και όχι τη γυναίκα. Αυτό ίσως εξηγείται από το γεγονός ότι η γυναίκα είναι αρχετυπικά ταυτισμένη με την εγκυμοσύνη λόγω του ότι στο δικό της σώμα λαμβάνουν χώρα όλες οι διαδικασίες που αφορούν την τεκνοποίηση (σύλληψη, κυοφορία, τοκετός, θηλασμός) και άρα θεωρείται εξ ολοκλήρου υπεύθυνη γι᾽ αυτήν, ακόμα και στην περίπτωση της εξωσωματικής γονιμοποίησης που εμπλέκονται πολλοί άλλοι πέρα από την ίδια.

Δουλεύοντας με ζευγάρια στον χώρο της εξωσωματικής γονιμοποίησης, διαπιστώνει κανείς ότι τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων τον έχει η γυναίκα. Συνήθως η υπογονιμότητα κάνει το ζευγάρι που ζητά μία ψυχολογική στήριξη στο πλαίσιο μίας μονάδας εξωσωματικής να παρουσιάζεται “ενωμένο” στον ψυχολόγο και συνήθως οι σύντροφοι των γυναικών, είτε είναι οι ίδιοι υπογόνιμοι είτε όχι, είναι υποστηρικτικοί προς τις γυναίκες τους ακόμη και αν πολλές φορές μοιάζουν σαστισμένοι μπροστά σε αυτό που συμβαίνει.

Ειδικά όμως στην περίπτωση της υπογονιμότητας δεν είναι μόνο ο σύντροφος που σαστίζει μπροστά στο μυστήριο της τεκνοποίησης και των δυσκολιών που ενίοτε την περιβάλλουν, αλλά και η ίδια η γυναίκα αφού μπαίνει υπό αμφισβήτηση η ταυτότητά της, ο ρόλος της μέσα στη σχέση και η θέση της στη διαγενεολογική συνέχεια και το κοινωνικό της περιβάλλον. Η γυναικεία της υπόσταση –στο βαθμό που αυτή συνδέεται με ή επιβεβαιώνεται από τη μητρότητα- κλονίζεται από την αδυναμία της να αποκτήσει παιδί και αυτό μπορεί να συμβεί είτε το πρόβλημα το έχει η ίδια είτε όχι. Ένα καίριο ζήτημα λοιπόν στους ασθενείς που καταφεύγουν στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή είναι οι ψυχολογικές επιπτώσεις της προσωρινής αποδόμησης της γυναικείας (και της ανδρικής αντίστοιχα) ταυτότητας και του υγιούς ναρκισσισμού που προκαλεί η υπογονιμότητα και οι πιθανές επιπτώσεις αυτής της κρίσης ταυτότητας στη συζυγική/συντροφική σχέση.

Επειδή η πλειοψηφία των επαγγελματιών ψυχικής υγείας (ψυχολόγων, ψυχιάτρων, ψυχοθεραπευτών) που στελεχώνουν τα κέντρα ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής είναι συμπεριφορικής ή γνωσιακής προσέγγισης, η παρέμβαση αφορά ως επί το πλείστον την αντιμετώπιση των καταθλιπτικών και αγχωδών συμπτωμάτων που συχνά συνοδεύουν την υπογονιμότητα και την εξωσωματική, και βασίζεται στη συμβουλευτική και την εκμάθηση τεχνικών που σκοπό έχουν να μεταβάλλουν τις αρνητικές σκέψεις που προκαλλούν “δυσλειτουργικά” όπως ονομάζονται συναισθήματα στους ασθενείς.

Χωρίς να μπορεί κανείς να αμφισβητήσει τα θετικά αποτέλεσματα που μπορεί να έχουν αυτές οι παρεμβάσεις στο να ανακουφιστεί το υπογόνιμο ζευγάρι από το άγχος ή την απογοήτευση που βιώνει, θα πρέπει να αναδείξουμε και την έμφυτη ψυχολογική ανάγκη του ανθρώπου να κατανοήσει τον εαυτό του. Σε αυτό τον τομέα η ψυχαναλυτική προσέγγιση των προβλημάτων που αφορούν την τεκνοποίηση έχει πολλά να προσφέρει, ειδικά στο κομμάτι της αποδοχής πλευρών του εαυτού μας που μας απογοητεύουν και μας προκαλούν θλίψη και ντροπή και που είναι ιδιαίτερα έντονα στην υπογονιμότητα. Σε αντίθεση με άλλες μεθόδους, η ψυχοθεραπεία ψυχαναλυτικής ή ψυχοδυναμικής κατεύθυνσης δεν στοχεύει στο να “φτιάξει” κάτι στον ασθενή με την έννοια της συμμόρφωσης ή της βελτίωσης. Εδώ σκοπός του ψυχολόγου ή του ψυχιάτρου είναι να ακούσει κατ᾽ αρχάς και να προσπαθήσει να καταλάβει πώς το πρόβλημα της υπογονιμότητας εντάσσεται στην προσωπική ιστορία των μελών κάθε ζευγαριού και να βοηθήσει στη νοηματοδότηση αυτών των προβλημάτων και την συνειδητοποίηση των επιπτώσεων τους για τον καθένα ξεχωριστά αλλά και τη σχέση τους. Ειδικά για τη γυναίκα, είναι σημαντικό να της δοθεί χώρος να αφηγηθεί και να επεξεργαστεί την κρίση της γυναικείας της ταυτότητας, να πενθήσει αν είναι υπογόνιμη για την γονιμότητα της και να βρει άλλα ερίσματα που θα στηρίξουν την θηλυκή της υπόσταση και ενδεχομένως άλλους δρόμους για να αποκτήσει το παιδί που επιθυμεί (δότρια ωαρίων, υιοθεσία κλπ) ή τη μετουσίωση του μητρικού της “φίλτρου” σε άλλους ρόλους προσφοράς και αγάπης.

Βιβλιογραφία

Freud, S. (1933) New introductory lectures on psychoanalysis: XXXIII. Femininity S.E. 22
Nargund, G. (2009) Declining birth rate in Developed Countries: A radical policy re-think is required. Facts, Views & Vision in ObGyn, 1(3), 191–193.

Yan, J., Wu, K., Tang, R. et al. (2012) Effect of maternal age on the outcomes of in vitro fertilization and embryo transfer (IVF-ET). Sci. China Life Sci, 55: 694.

Μπήτρου, Λ. (2015). Η τριαδική σχέση γιατρού-ασθενούς-συντρόφου στην εξωσωματική γονιμοποίηση. Παρουσιάστηκε στο 13ο Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Μαιευτικής και Γυναικολογίας, 28-31 Μαΐου 2015, Βόλος

Αρχή Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, Δελτίο τύπου 19-7-2016, http://eaiya.gov.gr/20160719_deltiotypou/