Επιλέγοντας θεραπευτή

Οι περισσότεροι άνθρωποι σε κάποια περίοδο της ζωής μας, αντιμετωπίζουμε προβλήματα στα οποία δεν καταφέρνουμε να αντεπεξέλθουμε μόνοι μας ή με τη βοήθεια των φίλων μας ή της οικογένειάς μας. Συχνά μάλιστα η καλοπροαίρετη βοήθεια των άλλων αντί να βοηθά, μπορεί να μας μπερδέψει περισσότερο και να μας ωθήσει στη λήψη λανθασμένων αποφάσεων. Άλλες φορές τα προβλήματά μας αφορούν τις ίδιες τις σχέσεις μας με τους άλλους τον σύντροφο ή την οικογένεια μας, και άρα αυτοί στους οποίους θα μπορούσαμε να αποτανθούμε για βοήθεια είναι οι ίδιοι μέρος του προβλήματος.

Στην πραγματικότητα, οι καταστάσεις στις οποίες χρειαζόμαστε έναν αντικειμενικό τρίτο ο οποίος διαθέτει την απαραίτητη κατάρτιση και εμπειρία για να μας βοηθήσει στα αδιέξοδά μας, είναι πολλές. Δυστυχώς όμως στην χώρα μας, σε αντίθεση με άλλες προηγμένες χώρες του δυτικού κόσμου, το να ζητήσει κάποιος την συμβολή του ειδικού, αποτελεί ακόμα για πολλούς ταμπού.
 
Είναι χρήσιμο να έχουμε υπόψιν μας ότι η ίδια η παραδοχή ότι χρειαζόμαστε την βοήθεια ενός ειδικού αποτελεί το πρώτο βήμα για την επίλυση των προβλημάτων μας. Ο άνθρωπος που θα χτυπήσει την πόρτα ενός ψυχοθεραπευτή όχι μόνο δεν πρέπει να ντρέπεται γι’αυτό αλλά αντίθετα θα πρέπει να αναγνωρίζει στον εαυτό του την δύναμη και την αυτογνωσία που του επιτρέπει να δει ότι χρειάζεται κάποιον που θα τον οδηγήσει στην αξιοποίηση των δυνατοτήτων του. Στην απόφαση αυτή είναι χρήσιμο να συνυπολογίσει κανείς κάποιες βασικές παραμέτρους που κάνουν τη λήψη αυτής της απόφασης πιο σίγουρη και πιο συνειδητή.

Η απόφαση

Στην ψυχοθεραπεία κανείς εισέρχεται επειδή έχει κάποιο πρόβλημα το οποίο θέλει να επιλύσει ή όταν πρόκειται για την ψυχανάλυση επειδή θέλει να γνωρίσει σε βάθος τον εαυτό του. Μία τέτοια απόφαση είναι απολύτως προσωπική και κάθε ενήλικος την παίρνει μόνος του, ασχέτως με το εάν κάποιος ή κάποιοι δικοί του άνθρωποι τον έχουν παρακινήσει ή επηρεάσει προς αυτήν την κατεύθυνση. Η ελεύθερη βούληση λοιπόν αποτελεί αναπόσπαστη προϋπόθεση στο ξεκίνημα μιας ψυχοθεραπευτικής εργασίας. Στις περιπτώσεις των ανηλίκων (π.χ. εφήβων) οι γονείς μπορούν να ενθαρρύνουν τον έφηβο να δει τον ειδικό, όχι όμως να τον υποχρεώσουν ή να τον αναγκάσουν. Κάτι παρόμοιο ισχύει και στις περιπτώσεις που ο ένας από τους δύο συντρόφους “απειλεί” τον άλλον ότι αν δεν δει κάποιον ειδικό, θα τον χωρίσει. Θα πρέπει λοιπόν να θυμόμαστε ότι για να αποφέρει αποτελέσματα μία ψυχοθεραπευτική δουλειά, είναι σημαντικό ο θεραπευόμενος να εισέρχεται σ’αυτήν επειδή το θέλει ο ίδιος και όχι επειδή τον αναγκάζουν.
H συνειδητή απόφαση αποτελεί έναν πολύ σημαντικό παράγοντα στο ξεκίνημα της ψυχοθεραπείας. Πριν τηλεφωνήσει κάποιος στον ειδικό για να του ζητήσει ένα ραντεβού, θα πρέπει να το έχει σκεφτεί καλά και να είναι σίγουρος ότι θέλει να δοκιμάσει τον συγκεκριμένο τρόπο επίλυσης του προβλήματός του. Φυσικά δεν είναι ποτέ σίγουρο ότι πηγαίνοντας σε μία ή δύο συνεδρίες θα θέλει να συνεχίσει και να δεσμευτεί σε μία ψυχοθεραπευτική δουλειά. Παρ’όλα αυτά, είναι καλό πριν κλείσουμε ραντεβού, να είμαστε σίγουροι ότι έχουμε την πρόθεση να πάμε, γιατί συμβαίνει συχνά κάποιος ο οποίος είναι σε κρίση, να κλείνει ένα ραντεβού στο οποίο τελικά δεν εμφανίζεται ή το ακυρώνει τελευταία στιγμή. Κάτι τέτοιο δημιουργεί πρόβλημα στον ειδικό ο οποίος έχει δεσμεύσει το πρόγραμμά του και έχει προετοιμαστεί για να δεχτεί τον υποψήφιο θεραπευόμενο, αλλά είναι προβληματικό και για τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο γιατί τον συντηρεί σε μία κατάσταση αμφιταλάντευσης και απραξίας.
Αφού κάποιος πάρει την απόφαση να απευθυνθεί σε έναν ειδικό, το επόμενο βήμα του θα είναι η επιλογή του θεραπευτή. Τα κριτήρια της επιλογής αυτής μπορεί να αφορούν τις συστάσεις που μας δίνει κάποιος γνωστός μας, τη φήμη του θεραπευτή, την ειδίκευση του σε ένα συγκεκριμένο τομέα, την αμοιβή του, την περιοχή στην οποία εργάζεται, αλλά ακόμη και το φύλο ή την ηλικία του.

Συστήσεις/Φήμη

Είναι λογικό όταν κάποιος αναζητά έναν επαγγελματία με τον οποίο θα συζητήσει πολύ προσωπικά θέματα, να επιθυμεί αυτός ο επαγγελματίας να είναι καλός στη δουλειά του και άρα να έχει κάποιες συστάσεις γι’ αυτόν, οι οποίες θα προέρχονται από ένα πρόσωπο του περιβάλλοντός του ή από κάποια άλλη πηγή. Έτσι, πολύ συχνά κανείς πηγαίνει σε έναν θεραπευτή που του σύστησε ένας κοντινός του άνθρωπος ο οποίος είχε δουλέψει ο ίδιος μαζί του. Αυτή η λογική δεν είναι λανθασμένη αλλά από την άλλη δεν εξασφαλίζει απαραίτητα μία επιτυχημένη έκβαση. Το θετικό της σημείο είναι ότι για να συστήνει κάποιος έναν θεραπευτή, συνήθως σημαίνει ότι ο ίδιος έμεινε ικανοποιημένος από τη δουλειά που έκανε μαζί του και αυτό είναι αρκετά ευοίωνο για τη δική μας θεραπεία με τον συγκεκριμένο θεραπευτή. Από την άλλη πλευρά, η σχέση με τον θεραπευτή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αλληλεπίδραση των δύο μελών της θεραπευτικής σχέσης, οπότε το γεγονός ότι ο γνωστός μας είχε καλή “χημεία” με τον συγκεκριμένο θεραπευτή δεν εξασφαλίζει απαραίτητα ότι θα έχουμε το ίδιο κι εμείς. Επίσης, θα μπορούσε ο γνωστός μας να ήταν πιο κινητοποιημένος και αφοσιωμένος στην δική του θεραπεία απ’ ό,τι ενδεχομένως να είμαστε εμείς. Άρα το ότι η δική του θεραπεία με τον συγκεκριμένο θεραπευτή ήταν επιτυχής, δεν εξασφαλίζει την επιτυχία της δικής μας, αλλά αποτελεί ενθαρρυντικό παράγοντα στο να επιλέξουμε κι εμείς τον ίδιο θεραπευτή.
Η φήμη του θεραπευτή εμπίπτει εν μέρει στο κεφάλαιο των συστάσεων αλλά με μία πιο ευρεία έννοια. Ο γνωστός θεραπευτής που είναι καταξιωμένος και χαίρει της εκτίμησης πολλών ανθρώπων, θεραπευόμενων και συναδέλφων, συνήθως έχει και τα εχέγγυα που στηρίζουν τη φήμη του. Μπορεί να έχει στο ενεργητικό του πολλές επιτυχημένες θεραπείες, υψηλή επιστημονική κατάρτιση και μεγάλη εμπειρία. Όλα τα παραπάνω είναι πολύ θετικά και μπορεί κανείς να στηριχθεί σ’ αυτά κάνοντας την επιλογή του αλλά και πάλι δεν μπορούν να εξασφαλίσουν με τρόπο απόλυτο την επιτυχημένη έκβαση της θεραπείας. Αυτό ισχύει γιατί και σ’ αυτήν την περίπτωση, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας το θέμα της διυποκειμενικότητας που καθορίζει την θεραπευτική σχέση αλλά και τον ρόλο που εμείς οι ίδιο διαδραματίζουμε στην έκβαση της θεραπείας μας. Επίσης, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι θεραπευτές που έχουν μεγάλη φήμη επειδή είναι περιζήτητοι, έχουν συνήθως περιορισμένο διαθέσιμο χρόνο και η αμοιβή τους είναι υψηλότερη συγκριτικά με εκείνη των συναδέλφων τους.

Ειδίκευση/Άδεια άσκησης  επαγγέλματος

Η ειδίκευση των θεραπευτών είναι ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο πάνω στο οποίο θα πρέπει να σταθούμε γιατί η ενημέρωση που υπάρχει πάνω στο θέμα είναι μάλλον ελλιπής. Αν και οι περισσότεροι επαγγελματίες που ασκούν την ψυχοθεραπεία είναι ψυχολόγοι, αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν την ειδικότητα του ψυχοθεραπευτή. Όταν λοιπόν κάποιος αποφασίσει να ξεκινήσει ψυχοθεραπεία, θα είναι χρήσιμο να βεβαιωθεί ότι ο επαγγελματίας στον οποίο απευθύνεται είναι όντως ψυχοθεραπευτής ή ψυχαναλυτής. Αν πάλι αυτό που ζητά να κάνει είναι μία συμβουλευτικού-υποστηρικτικού τύπου δουλειά, μπορεί να απευθυνθεί σε έναν συμβουλευτικό ψυχολόγο. Οι τίτλοι που βλέπουμε ως ειδικότητες δίπλα στον τίτλο του ψυχολόγου αποκτιούνται στον μεταπτυχιακό κύκλο σπουδών της Ψυχολογίας και έχουν πολλά να μας πουν για την δουλειά που κάνει ο εν λόγω επαγγελματίας. Για παράδειγμα ο «κλινικός ψυχολόγος» είναι ο ψυχολόγος που έχει ειδικευτεί στις διαταραχές (αγχώδεις, συναισθηματικές, κλπ) και στην ψυχοπαθολογία. Συνήθως οι κλινικοί ψυχολόγοι αποκτούν και την ειδίκευση του ψυχοθεραπευτή μέσω της δικής τους ψυχοθεραπείας και εκπαίδευσης για να μπορούν όχι μόνο να αναγνωρίζουν τις διαταραχές, τα αίτια και τα συμπτώματά τους, αλλά και να δουλεύουν πάνω στη θεραπεία τους. Οι «συμβουλευτικοί ψυχολόγοι» που αναφέραμε προηγουμένως, είναι κι αυτοί ειδικευμένοι ψυχολόγοι, αυτήν την φορά όμως, όπως το λέει και ο τίτλος τους, πάνω στη συμβουλευτική δηλαδή στο να καθοδηγούν ανθρώπους με πιο καθημερινά προβλήματα να βρουν λύσεις και απαντήσεις στα θέματα που τους απασχολούν. Επίσης υπάρχουν «παιδοψυχολόγοι» ή ψυχολόγοι ειδικευμένοι στην θεραπεία εφήβων ή της οικογένειας που είναι όπως το λέει και ο τίτλος τους ειδικευμένοι στα θέματα αυτά. Τέλος, θα πρέπει να αναφερθούμε στους ψυχαναλυτές οι οποίοι συνήθως είναι ψυχίατροι, κλινικοί ψυχολόγοι ή ψυχιατρικοί κοινωνικοί λειτουργοί οι οποίοι έχουν κάνει μία πολυετή εκπαίδευση στην ψυχανάλυση, συνήθως στα πλαίσια μίας ψυχαναλυτικής εταιρείας στην οποία γίνονται μέλη με το πέρας της εκπαίδευσής τους. Οι ψυχαναλυτές ασκούν την κλασσική ψυχανάλυση που είναι μία συγκεκριμένη θεραπευτική μέθοδος αλλά και την ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία η οποία αποτελεί μία απλουστευμένη παραλλαγή της προηγούμενης.
Η ειδικότητα λοιπόν αποτελεί ένα σημαντικό κριτήριο επιλογής γιατί μας εξασφαλίζει τη συνάφεια του δικού μας αιτήματος με την ειδίκευση του θεραπευτή. Σημαντικό βέβαια είναι για τους επαγγελματίες να μην χρησιμοποιούν αυθαίρετα τίτλους και ειδικότητες αλλά μόνο όταν όντως η ειδίκευση που επικαλούνται ανταποκρίνεται στην εκπαίδευσή τους.
Θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι ψυχολόγοι όπως και οι γιατροί προκειμένου να ασκήσουν το επάγγελμά τους, πρέπει να διαθέτουν άδεια ασκήσεως επαγγέλματος είτε από το ελληνικό κράτος ή αν προέρχονται από άλλο κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την χώρα προέλευσής τους η οποία να αναγνωρίζεται στην Ελλάδα.

Κόστος

Ένα άλλο σημαντικό κριτήριο για την επιλογή του θεραπευτή αλλά και για την ίδια την έναρξη μία θεραπευτικής δουλειάς, είναι το κόστος. Πολλοί άνθρωποι παραπονιούνται ότι ενώ θα ήθελαν αν ξεκινήσουν ψυχοθεραπεία, το υψηλό κόστος της δεν τους το επιτρέπει. Αυτή η διαπίστωση σε ορισμένες περιπτώσεις είναι αληθής αλλά και σε πολλές άλλες γίνεται πρόσχημα για να αποφύγει κανείς ένα κόστος το οποίο δεν είναι οικονομικό αλλά ψυχολογικό, αφού η ψυχοθεραπεία είναι μία δουλειά που “μας βάζει απέναντι στον καθρέφτη” αναγκάζοντάς μας να δούμε πράγματα που μπορεί να μας είναι επώδυνα. Η αμοιβή των θεραπευτών ποικίλει και στην ουσία κάθε θεραπευτής έχει το δικαίωμα να ορίσει το ύψος της αμοιβής του όπως κρίνει ο ίδιος. Αντίστοιχα κάθε υποψήφιος θεραπευόμενος έχει το δικαίωμα να δεχτεί ή να απορρίψει την πρόταση του θεραπευτή αν δεν μπορεί να αντεπεξέλθει οικονομικά και είτε να την διαπραγματευτεί (αν φυσικά είναι διαπραγματεύσιμη) είτε να χτυπήσει την πόρτα ενός άλλου θεραπευτή. Θα πρέπει όμως να έχουμε υπόψη μας ότι σε κάθε περίπτωση η θεραπεία πληρώνεται γιατί είναι μία δουλειά και το ποσό που θα δώσουμε στη θεραπεία μας από το μηνιαίο μας εισόδημα μπορεί να απαιτεί μία θυσία, για παράδειγμα να «κόψουμε» κάτι από άλλα έξοδά μας. Γι’ αυτόν τον λόγο θα πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι έχουμε επενδύσει πρώτα ψυχολογικά στη θεραπεία μας ώστε να την δούμε και σαν επένδυση οικονομική, μία επένδυση που θα αποφέρει ώφελος στην δική μας ζωή. Τέλος, χρήσιμο είναι να γνωρίζουμε ότι πολλοί θεραπευτές ειδικά ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης, θέτουν σαν κανόνα κατά την έναρξη της θεραπείας ότι ο θεραπευόμενος θα καταβάλλει την αμοιβή των συνεδριών που ακυρώνει. Αυτό συμβαίνει αφενός γιατί οι χαμένες συνεδρίες είναι απώλεια χρόνου και χρήματος για τον θεραπευτή που έχει κρατήσει τις συγκεκριμένες ώρες του προγράμματός του για τον θεραπευόμενο. Επίσης, ωφελεί την ίδια την έκβαση της θεραπείας, γιατί αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα στην ακύρωση των συνεδριών. Μ’ αυτόν τον τρόπο δηλαδή ο θεραπευόμενος δεν ακυρώνει ούτε «ξεχνάει» εύκολα τις προγραμματισμένες του συνεδρίες και είναι συνεπής στη θεραπεία του.

Περιοχή

Ένα άλλο κριτήριο επιλογής θεραπευτή μπορεί να είναι η περιοχή στην οποία ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα και το κατά πόσο μας βολεύει ή είναι κοντά μας, αν και συνήθως όταν έχουμε συστάσεις για έναν θεραπευτή ή τον έχουμε ήδη επιλέξει βάσει άλλων σημαντικότερων κριτηρίων, η απόσταση μπορεί να μπει σε δεύτερη μοίρα.

Φύλο/Ηλικία

Επίσης, παράγοντας επιλογής είναι και το φύλο του θεραπευτή σε σχέση με το δικό μας φύλο, αν δηλαδή νιώθουμε πιο άνετα (για ψυχολογικούς λόγους που συνήθως αναδύονται μέσα στη θεραπεία) να δημιουργήσουμε μία θεραπευτική σχέση με έναν άνθρωπο του δικού μας ή του αντίθετου φύλου. Τέλος, ρόλο μπορεί να παίζει η ηλικία του θεραπευτή σε σχέση πάλι με τη δική μας καθώς συνήθως οι μεγάλες ηλικιακές αποκλίσεις μπορεί να δυσχεραίνουν την επικοινωνία μεταξύ των δύο μελών της θεραπευτικής σχέσης, χωρίς όμως αυτό να είναι απόλυτο.
Αφού έχουμε πάρει την απόφαση και έχουμε επιλέξει τον ειδικό στον οποίο θα απευθυνθούμε, θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι η ψυχοθεραπεία προϋποθέτει μία δέσμευση από την δική μας πλευρά. Είναι λοιπόν χρήσιμο να την δούμε σαν μία διαδικασία όχι μόνο επίλυσης προβλημάτων, αλλά και ψυχικής ανάπτυξης του εαυτού μας, η οποία προκειμένου να πετύχει χρειάζεται και την δική μας προσπάθεια. Άλλωστε, η ψυχοθεραπεία λειτουργεί σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο που καθορίζεται από παραμέτρους όπως η ώρα, η διάρκεια, η αμοιβή του θεραπευτή, το απόρρητο και άλλους κανόνες που θα πρέπει και εμείς να σεβόμαστε και να τηρούμε. Ο σεβασμός του πλαισίου διευκολύνει και τον θεραπευτή να δουλέψει καλύτερα αλλά και τον θεραπευόμενο να επωφεληθεί από την δουλειά αυτή.